- Διόνυσος
- I
Ο νεότερος αλλά και πιο δημοφιλής από τους θεούς του Ολύμπου. Η θεϊκή του υπόσταση έλαβε δύο αντίθετες εκφράσεις: την εύθυμη και πολυθόρυβη χαρά που επικρατούσε στις γιορτές του και τη μανία της καταστροφής. Γι’ αυτό και η λατρεία του αντανακλούσε την αντίθεση αυτή, η οποία έβρισκε την έκφρασή της σε οργιαστικές θορυβώδεις γιορτές ή σε σιωπηλές τελετές που παρέπεμπαν στον θάνατο.Σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη εκδοχή του μύθου, ο Δ. ήταν γιος του Δία και μιας θνητής, της Σεμέλης, κόρης του βασιλιά της Θήβας. Ακολουθώντας τη δόλια συμβουλή της Ήρας, η Σεμέλη όταν ήταν έγκυος ζήτησε από τον Δία να παρουσιαστεί μπροστά της με όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Ο Δίας εμφανίστηκε ανάμεσα σε κεραυνούς και αστραπές στην ερωμένη του, η οποία κάηκε από τη φωτιά. Τότε απέσπασε από τα σπλάχνα της τον Δ. και έκανε να ξεπηδήσει από το έδαφος ένας κισσός για να προστατεύσει το παιδί από τις φλόγες. Επειδή o χρόνος της εγκυμοσύνης της Σεμέλης δεν είχε συμπληρωθεί, ο Δίας κράτησε τον Δ. κλεισμένο στον μηρό του για ακόμα τρεις μήνες. Μετά τη γέννησή του, ο Δ. μεταμφιέστηκε σε κορίτσι για να κρυφτεί από την Ήρα, η οποία όμως δεν εξαπατήθηκε και έκανε αυτούς που τον ανέτρεφαν να τρελαθούν. Ο Δίας μεταμόρφωσε τότε τον Δ. σε μικρό κατσίκι και τον μετέφερε στη Νύσα, όπου εμπιστεύτηκε την ανατροφή του στις νύμφες. Αργότερα o Σιληνός δίδαξε στον Δ. την τέχνη του αυλού. Όταν ο Δ. μεγάλωσε, ανακάλυψε το αμπέλι και το κρασί και περιπλανήθηκε στον κόσμο διδάσκοντας στους ανθρώπους την καλλιέργεια της αμπέλου. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Αφρικής και της Ασίας: Αίγυπτο, Λιβύη, Αιθιοπία, Αραβία, Λυδία, Φρυγία, Βακτριανή, Ινδίες, με τη συνοδεία πάντοτε των πιστών ακολούθων του, των σατύρων και των μαινάδων. Πολλές χώρες διεκδίκησαν τον τίτλο του τόπου που γνώρισε πρώτος το μαγικό ποτό του Δ., το κρασί. Σύμφωνα με μια αττική παράδοση, ο Δ. δίδαξε για πρώτη φορά την καλλιέργεια της αμπέλου στον Ικάριο, τον βασιλιά της Ικαρίας της Αττικής (σημερινή περιοχή Διονύσου). Στον Δ. απέδιδαν επίσης οι αρχαίοι την εφεύρεση του αρότρου, ενώ τον θεωρούσαν προστάτη του πολιτισμού και υπερασπιστή των φτωχών. Όποιος δεν εκδήλωνε ευνοϊκή διάθεση απέναντι στον Δ. και δεν δεχόταν τη λατρεία του αντιμετώπιζε τη φοβερή εκδίκηση του θεού: ο βασιλιάς της Θήβας Πενθέας, που είχε απαγορεύσει τη λατρεία του Δ., διαμελίστηκε από τη μητέρα του, Αγαύη· ο βασιλιάς της Θράκης Λυκούργος, που έδιωξε από τη χώρα του τον Δ. και αιχμαλώτισε τους σατύρους και τις μαινάδες του, τρελάθηκε και κατακρεούργησε το παιδί του με τσεκούρι· οι Τυρρηνοί πειρατές που απήγαγαν από κάποια ακτή τον Δ. βρέθηκαν στη θάλασσα, όπου μεταμορφώθηκαν σε δελφίνια. Σύζυγος του Δ. ήταν η Αριάδνη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα. Μαζί απέκτησαν τον Οινοπίων, τον Στάφυλο και τον Ευάνθη.Μεταγενέστερος μύθος αναφέρει ότι o Δ. ήταν γιος του Δία και της Περσεφόνης. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, ο Δ., που ονομαζόταν Ζαγρεύς, διαμελίστηκε, κατά διαταγή της Ήρας, από τους Τιτάνες, οι οποίοι στη συνέχεια τον έβρασαν σε ένα καζάνι. Μόλις το έμαθε ο Δίας κεραυνοβόλησε τους Τιτάνες και διέταξε τον Απόλλωνα να θάψει τα κομμάτια του Δ. στους Δελφούς. H Αθηνά όμως είχε προλάβει να κλέψει από τους Τιτάνες την καρδιά του Δ., που χτυπούσε ακόμα, και την έδωσε στον Δία, ο οποίος την κατάπιε και ύστερα από λίγο γέννησε τον δεύτερο Δ. Ο μύθος αυτός αποτελούσε τη βάση της ορφικής θρησκείας, η οποία θεωρούσε τον Δ.-Ζαγρέα υπέρτατο θεό. Ο Δ. ήταν o αγαπημένος θεός των λαϊκών τάξεων και η λατρεία του ήταν διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ελλάδα. Από τις πολλές προσωνυμίες με τις οποίες λατρευόταν οι συνηθέστερες είναι: Βάκχος, Βρόμιος, Δενδρίτης, Διθύραμβος, Ελευθερεύς, Ερίφιος, Ζαγρεύς, Ίακχος, Ληναίος, Σαβάζιος και Ωμηστής. Ιερά ζώα του ήταν ο τράγος, το λιοντάρι, ο ταύρος, η τίγρης, ο γάιδαρος, το δελφίνι κ.ά. και σύμβολά του το κλήμα, ο κισσός και o θύρσος, ραβδί στολισμένο με φύλλα κισσού ή κλήματος. Οι γιορτές του Δ. τελούνταν με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια στην Αθήνα: τα Κατ’ αγρούς Διονύσια τον Δεκέμβριο, τα Λήναια ή Ανθεστήρια τον Φεβρουάριο και τα Μεγάλα Διονύσια τον Μάρτιο (βλ. λ. Διονύσια). Στην Ιταλία, όπου η λατρεία του είχε διαδοθεί από νωρίς, κυρίως στη Μεγάλη Ελλάδα, ο Δ. ταυτίστηκε με μια παλιά ιταλική θεότητα, τον Liber Pater. Τα μυστήρια του Βάκχου εισήχθησαν και στη Ρώμη, αλλά το 186 π.Χ. η Σύγκλητος απαγόρευσε την τέλεσή τους· ο θεός όμως εξακολούθησε για πολύ καιρό ακόμα να είναι δημοφιλής στον ρωμαϊκό και ελληνικό κόσμο.Ο Δ. έγινε αποδεκτός ως θεότητα μόνο μετά τη δραστηριότητα που ανέπτυξε ανάμεσα στους ανθρώπους, ακολουθούμενος από νύμφες, σάτυρους και σιληνούς. Ο μύθος αναφέρει ότι στον Δ. αποδόθηκε η μορφή ενός είδους πνευματικού ήρωα των γεωργικών πολιτισμών, που στον χώρο ορισμένων πολυθεϊστικών θρησκειών αντιστοιχεί με τον λεγόμενο θεό που πεθαίνει (όπως o Όσιρις για τους Αιγύπτιους). Κύρια γνωρίσματα αυτού του τύπου θεοποιημένου ήρωα είναι: η ίδρυση πολιτικών θεσμών· ο μύθος του βίαιου θανάτου, τον οποίο ακολουθεί διαμελισμός του θύματος· η γέννηση από τα κομμάτια του πτώματος ενός φυτού για τη διατροφή των ανθρώπων. Παρότι ο Έλληνας θεός υπερέβη αυτό το αυστηρό σχήμα και πήρε μια πιο σύνθετη μορφή και μια πιο ευρεία αποστολή, τα τρία αυτά συστατικά στοιχεία παρέμειναν και συνετέλεσαν σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση της ταυτότητάς του: 1) διάφορες παραδόσεις θεωρούσαν τον Δ. φορέα νέων μορφών πολιτισμού· 2) ο μύθος του Δ.-Ζαγρέα αντιστοιχούσε και στην περίφημη δελφική μυσταγωγία, σύμφωνα με την οποία ορισμένες γυναίκες (μαινάδες) καταδίωκαν ένα ελάφι, που το ταύτιζαν με τον Δ., και όταν το έπιαναν το κομμάτιαζαν και το καταβρόχθιζαν ωμό· 3) o Δ. συνδεόταν θρησκευτικά με το αμπέλι, το οποίο θεωρούσαν ότι είχε ανακαλύψει, και με την παραγωγή του κρασιού.H σφαίρα δράσης του θεού δεν περιοριζόταν όμως μόνο στον τομέα της γεωργίας, με την ιδιότητά του ως προστάτη της αμπελοκαλλιέργειας ή γενικότερα ως συμβόλου της φυσικής διαδικασίας της βλάστησης, που πεθαίνει και ξαναγεννιέται κάθε χρόνο· στη θρησκευτική λατρεία των πόλεων, για παράδειγμα, o Δ. συνδεόταν, όπως και άλλοι θεοί (Απόλλων, Άρτεμη), με την ενηλικίωση των νέων: αυτή τη σημασία είχαν και ορισμένες μορφές λατρείας του Δ., οι οποίες υπονοούσαν μια συμβολική συνάρτηση μεταξύ του μυθολογικού γεγονότος του θανάτου και της γέννησης του θεού από το ένα μέρος και από το άλλο της περιοδικής μεταμόρφωσης των νέων, οι οποίοι αφήνοντας τον κόσμο της παιδικής ηλικίας πέθαιναν ως νέοι, για να ξαναγεννηθούν σε μια καινούργια ζωή, με τη συμμετοχή τους στην κοινωνία των ενηλίκων. Η θεϊκή υπόσταση του Δ., όμως, συγκέντρωνε κυρίως πολυάριθμες μυστικιστικές εκδηλώσεις ευλάβειας. Οι εκδηλώσεις αυτές βασίζονταν στην πίστη μιας πνευματικής αναγέννησης και στην ανθρώπινη μέθεξη στο θείο, υποστηρίζονταν από εσχατολογικές ελπίδες και εκφράζονταν σε οργιαστικές τελετές, οι οποίες, στον εκστασιακό παροξυσμό τους, έκαναν όσους μετείχαν σε αυτές να πιστεύουν ότι κατέχονται από τον θεό ή ακόμα και ότι ταυτίζονται μαζί του. Οι πιστοί του Δ. αποτελούσαν ιδιαίτερες ομάδες, τους θιάσους, στις οποίες γίνονταν δεκτοί μόνο έπειτα από μύηση.Αυτά τα σωτηριολογικά μυστήρια ήταν διαδεδομένα σε όλο τον ελληνιστικό κόσμο και η εμφάνισή τους συνέπεσε με τη στιγμή που η σύγκρουση μεταξύ των διαφόρων θρησκειών είχε οδηγήσει σε νέες μορφές συγκρητισμού. Ωστόσο, τα μυστήρια αυτά εξέφραζαν κυρίως την ευρύτατα αισθητή ανάγκη της ανανέωσης του ατόμου και της κοινωνίας, μιας ανανέωσης που θα ξεπερνούσε τις εξωτερικές πολιτιστικές μορφές και θα διείσδυε στα εσώτερα του ανθρώπου, για να τον μεταμορφώσει και να τον ανανεώσει. Εν όψει της πτώσης των παραδοσιακών αξιών και της γρήγορης διαδοχής των πολιτικών κινημάτων (παρακμή των βασιλείων που είχαν συγκροτηθεί μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και νικηφόρα προέλαση του επεκτατισμού της Ρώμης) ο άνθρωπος αισθανόταν την ύπαρξή του να σαρώνεται σε μια δίνη καταστροφής και προσπαθούσε να τη στηρίξει σε μια εσχατολογική ελπίδα. Στο πλαίσιο αυτό εμπιστεύτηκε πολιτιστικές αντιλήψεις και μορφές που δεν ξεπερνούσαν τα όρια των προηγούμενων μύθων αναβίωσης και συνεπώς δεν κατόρθωσε να βρει ικανοποίηση των νέων του αναγκών σε αυτές. Στο στοιχείο αυτό αποδίδεται η γρήγορη παρακμή αυτών των μυστηρίων και η αντικατάστασή τους από τον χριστιανισμό, o οποίος, στο έργο της ανανέωσης και της σωτηρίας, δέσμευσε όλες τις βουλητικές και νοητικές ικανότητες του ανθρώπου και συγκέντρωσε την ανανέωση στο πνεύμα, δίνοντας στους εξωτερικούς τύπους λατρείας την αξία υπόμνησης και μέσου σύνδεσης του θεού με την καρδιά του ανθρώπου. Πολλές συζητήσεις γίνονται σήμερα για την καταγωγή της λατρείας του Δ. Μετά την ανάγνωση της Γραμμικής Β’ (ελληνικής γραφής της μυκηναϊκής εποχής), το όνομα του Δ. εντοπίστηκε στις πινακίδες των Μυκηνών. Ο Ούγγρος συγγραφέας Καρλ Κερένι επανέφερε στο φως μια παλιά θεωρία, σύμφωνα με την οποία η λατρεία του Δ. είναι κρητικής και αιγυπτιακής καταγωγής· άλλη θεωρία υποστηρίζει πως προέρχεται από τη Θράκη· o Γάλλος Πιερ Σαντρέν υποστήριξε ότι o Δ., παρά την παρουσία του στο ελληνικό πάνθεο της μυκηναϊκής εποχής, ήταν ένας καινούργιος, λαϊκός θεός, o οποίος ίσως να καταγόταν από τη Θράκη.Με τις διονυσιακές γιορτές συνδέεται και η γέννηση της τραγωδίας. Βλ. λ. διθύραμβος· δράμα· τραγωδία.
Ο θεός Διόνυσος στη ράχη ενός πάνθηρα, σε τμήμα ψηφιδωτού της ελληνιστικής εποχής, που βρέθηκε στην Πέλλα.
IIΟ Διόνυσος, ο θεός της γονιμότητας και του κρασιού (Πομπηία).
Αθηναϊκό, λογοτεχνικό περιοδικό (1901-3), από τα μαχητικότερα του είδους. Εκδότες του ήταν οι Κωνσταντίνος Χατζόπουλος και Γιάννης Καμπύσης.IIIΟνομασία τεσσάρων οικισμών.1. Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 460 μ., 4.883 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής.2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 208 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής.3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 771 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λεβαδείας του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορχομενού.4. Οικισμός (16 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας.
Dictionary of Greek. 2013.